- φαλτσάρισμα
- το, Ν [φαλτσάρω]1. παραφωνία, φάλτσο2. εκτροπή από την ομαλή πορεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαλτσάρισμα — το, ατος 1. παραφωνία, παρατονία, δυσαρμονία: Είναι παράφωνος, κάνει φαλτσαρίσματα. 2. αντικανονικότητα, εκτροπή από την ομαλή πορεία: Ενώ του είπα να καθίσει φρόνιμα, αυτός όλο φαλτσαρίσματα είναι. 3. φάλτσο, λάθος: Στο παιχνίδι κερδίζει όποιος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοφωνία — η (AM κακοφωνία) [κακόφωνος] κακή φωνή, κακή προφορά, χασμωδία, παρατονία, παραφωνία, φάλτσο, φαλτσάρισμα αρχ. 1. (για κακόηχα ονόματα ή λέξεις) κακός ήχος φωνής, το να ηχεί κακώς, το να ακούγεται άσχημα, δυσάρεστα 2. κακοηχία που προέρχεται από… … Dictionary of Greek
φάλτσο — και φάλσο, το, Ν 1. η τονική παρέκκλιση από το σωστό τονικό ύψος 2. λάθος, σφάλμα 3. φαλτσαστέκα 4. (στο ποδόσφ.) φαλτσάρισμα 5. στον πληθ. τα φάλτσα τα δερμάτινα τεμάχια που απομένουν μετά το κόψιμο τού πτερνίτη, τού τακουνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
φάλτσο — το (λ. ιταλ.) 1. παρατονία, παραφωνία: Τραγουδάει με φάλτσο δεν κάνει για χορωδία. 2. μτφ., λάθος, σφάλμα: Κάνει ακόμη φάλτσα στην οδήγηση του αυτοκινήτου. 3. (για ποδόσφαιρο), φαλτσάρισμα (βλ. λ.): Σούταρε με φάλτσο κι έβαλε γκολ. 4. στον πληθ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαλτσάρω — φαλτσάρισα (λ. ιταλ.) 1. αμτβ., κάνω παρατονία, παραφωνώ, κάνω φάλτσο: Είναι παράφωνος, φαλτσάρει. 2. μτφ., σφάλλω, κάνω λάθος, πέφτω έξω: Οι δικτάτορες πάντοτε φαλτσάρουν. 3. (για μπάλα), έχω φαλτσαρίσματα (βλ. λ.): Φαλτσάρει πολύ η μπάλα θα σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)